- ρωμαλέος
- -α, -ο / ῥωμαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ(για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατός («ῥωμαλέος κατὰ χεῑρα», Πλούτ.)αρχ.1. υγιής2. ανδρείος, γενναίος3. (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) έντονος, ισχυρός (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», Διοσκ.).επίρρ...ρωμαλέως / ρωμαλέως, ΝΜΑ, και ρωμαλέα, Ν(τροπ.) με δύναμη, με ισχύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώμη + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, πειν-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.